ἐνυπάρχω

ἐνυπάρχω
ἐνυπάρχω,
A exist or be present in,

τὸ ἔμβρυον τὸ ἐνυπάρχον Arist.HA 577a14

;

-άρχουσα ψυχή Epicur.Ep.1p.21U.

2 to be immanent or inherent, τὸ πρῶτον ἐ., = ὕλη, Arist.Ph.193a10, cf. 194b24; ἐν ἅπαντι χρόνῳ τὸ [νῦν] ἐ. ib.233b35; ἐξ ὧν (sc. στοιχείων) ἔστι τὰ ὄντα ἐνυπαρχόντων the inherence whereof is the cause of existences, Id.Metaph. 998a31, cf. 1014a26, Plot.5.3.11, Jul.Or.4.140c, etc.
3 in Logic, to be contained in, inhere, ἐνυπάρχειν τοῖς κατηγορουμένοις ἢ ἐνυπάρχεσθαι, of the predicates, to be contained in the subjects or to have them inhering, Arist.APo.73b17; ἐ. ἐν τῷ τί ἐστι ib.84a25;

ἐν τῷ λόγῳ Id.Metaph.1022n29

;

τοῖς ὅροις Id.APr.28a6

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ενυπάρχω — βλ. πίν. 223 (κυρίως στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ενυπάρχω — (AM ἐνυπάρχω) 1. υπάρχω κάπου, υπάρχω μέσα σε κάτι 2. είμαι έμφυτος, συμφυής αρχ. μσν. 1. βρίσκομαι σε μια κατάσταση 2. (γ πρόσ.) ἐνυπάρχει υπάρχει κάτι μέσα σε κάποιον 3. υπάρχω πραγματικά 4. περιβάλλομαι αρχ. (λογ.) περιλαμβάνομαι, περιέχομαι …   Dictionary of Greek

  • υπένειμι — Α ενυπάρχω κάτω από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἔνειμι «ενυπάρχω»] …   Dictionary of Greek

  • εμπεριέχω — (AM ἐμπεριέχω) περικλείω, περιλαμβάνω μέσ. ενυπάρχω, υφίσταμαι …   Dictionary of Greek

  • εμπολιτεύω — ἐμπολιτεύω (AM) 1. είμαι πολίτης, αποκτώ κάπου πολιτικά δικαιώματα 2. παθ. γίνομαι δεκτός ως πολίτης 3. μτφ. μέσ. εγκατοικώ, ενυπάρχω, επικρατώ, υφίσταμαι μόνιμα («ἀφροσύνη ένεπολίτευσε τῷ ἔθνει», Ιώσηπ.) 4. συζητώ για πολιτικά 5. (αμτβ.) εισάγω …   Dictionary of Greek

  • ενιζάνω — ἐνιζάνω (AM) [ιζάνω] 1. κάθομαι μέσα σε κάτι, καθίζω κάπου («τὸ μὴ ἐφάπτεσθαι αὐτοῡ μηδ ἐνιζάνειν μυίας» να μην τό αγγίζουν ούτε να κάθονται πάνω του μύγες, Τζέτζ.) 2. μτφ. (για την ψυχή, τη διάνοια κ.λπ.) εγκαθίσταμαι, ενοικώ, ενυπάρχω 3. και το …   Dictionary of Greek

  • ενυπόκειμαι — ἐνυπόκειμαι (Α) ενυπάρχω, υπόκειμαι, βρίσκομαι μέσα σε κάτι …   Dictionary of Greek

  • επιγίγνομαι — ἐπιγίγνομαι και ἐπιγίνομαι (AM) [γίγνομαι] 1. γεννιέμαι μετά από κάποιον άλλο («oἱ επιγενόμενοι τούτῳ σοφισταί» «οὐ γὰρ ἀΐδιός ἐστιν, ἀλλ ὕστερον ἐπιγέγονεν») 2. γίνομαι μετά από κάποιον ή κάτι («οὔπω πατὴρ ἦν, ὕστερον δ ἐπεγένετο πατήρ») 3.… …   Dictionary of Greek

  • περίκειμαι — ΝΑ [κείμαι] είμαι τοποθετημένος γύρω από κάτι, περιβάλλω κάτι από παντού, βρίσκομαι γύρω από κάτι αρχ. 1. φέρω κάτι γύρω στο σώμα μου, ντύνομαι, φορώ 2. μτφ. ενυπάρχω σε κάτι, έχω προσαφθεί σε κάτι 3. (η μτχ. εν. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ… …   Dictionary of Greek

  • προεγκάθημαι — Α ενυπάρχω εκ τών προτέρων («οἱ διὰ τὰς προεγκαθημένας αὐτοῑς ὁρμὰς ὀλιγωροῡντες τοῡ καθήκοντος», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐγκάθημαι «ενεδρεύω, ελλοχεύω»] …   Dictionary of Greek

  • συνένειμι — Α ενυπάρχω μαζί με κάποιον ή με κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἔνειμι «βρίσκομαι μέσα σε κάτι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”